-
1 παρ-ολισθαίνω
παρ-ολισθαίνω u. παρ-ολισθάνω (s. ὀλισϑάνω), auf die Seite hingleiten, fallen, unvermerkt hineingleiten, -schlüpfen; εἰς τὸ ἄμεινον παρώλισϑον, Luc. pro lapsu 15 u. öfter, u. Plut., der σφαλλόμενα καὶ παρολισϑαίνοντα vrbdt, Symp. 7, 2, 3.
-
2 παρολισθαινω
παρολισθαίνω, παρολισθάνω1) соскальзывать2) ( о словах) случайно вырываться(π. τῷ λοιπῷ τοῦ λόγου Plut.)
-
3 παρολισθανω...
παρολισθάνω...παρολισθαίνω, παρολισθάνω1) соскальзывать2) ( о словах) случайно вырываться(π. τῷ λοιπῷ τοῦ λόγου Plut.)